- τριηρέων
- τριήρηςa triremefem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PATAECI — sic dicuntur Dii a Phoenicibus, quos in triremium proris circumferunt. Herodotus habet Παταϊκοὶ. Sic enim scribit Musâ quartâ: Τοῖσι Φοινικηιοίσι Παταϊκοῖσι, τοὺς οἱ Φόινικες εν τῆσι πρώρῃσι τῶ τριηρέων περιάγουσι. Hesych. Παταῖχοι, Θεοὶ Φόινικες … Hofmann J. Lexicon universale
πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek
Θρασυδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Αλευαδών. Αφού επιχείρησε, μάταια, μαζί με τον Θώρακα και τον Ευρύπολο να αντιμετωπίσει τον Ξέρξη, μήδισε και πέρασε στο περσικό… … Dictionary of Greek